ακαρτέρευτος

ακαρτέρευτος
-η, -ο [καρτερεύω]
ξαφνικός, αναπάντεχος (βλ. ακαρτέρητος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαρτέρευτος — η, ο επίρρ. α αυτός για τον οποίο δε στήθηκε καρτέρι, ανεπάντεχος: Το κυνήγι τη μέρα εκείνη ήταν πλούσιο κι ακαρτέρευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”